Το 2016, κυκλοφόρησε η γαλλική ταινία "Ο Αφρικανός Γιατρός" (Bienvenue à Marly-Gomont). Βασίζεται σε αληθινή ιστορία, αφού ακολουθεί το ξεκίνημα του Seyolo Zantoko, ενός γιατρού από το Κονγκό, ο οποίος αρνείται να δουλέψει για χάρη του δικτάτορα Μομπούτου στη χώρα του, και αποφασίζει να κατευθυνθεί με την οικογένειά του σε ένα επαρχιακό γαλλικό χωριό, όπου οι κάτοικοι δεν έχουν δει ξανά μαύρο, αντιμέτωπος με τον δύσκολο δρόμο της ένταξης και της προσαρμογής σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
Πρόκειται για μια δραματική κωμωδία, αφού το δραματικό με το κωμικό στοιχείο συμπορεύονται. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως στο γράψιμο του σεναρίου έχει συμβάλλει και ο γνωστός Γάλλος μουσικός Καμινί, ο οποίος είναι στη πραγματικότητα ο γιος του Seyolo Zantoko. Έχει άλλωστε δημοσιεύσει και κομμάτι με τίτλο Marly-Gomont, αναφερόμενος στο συγκεκριμένο χωριό.
Πλοκή
Μεταφερόμαστε στο 1975 στη Γαλλία, όπου ο Zantoko μόλις έχει αποφοιτήσει από την ιατρική σχολή. Ήταν ο μόνος Αφρικανός στη τάξη του και στη παρέα του, ενώ δεν είχε γαλλική υπηκοότητα. Την ημέρα του πάρτι αποφοίτησης, όπως προαναφέρθηκε, δέχτηκε πρόταση να γίνει ο προσωπικός γιατρός του δικτάτορα Μομπούτου πίσω στη πατρίδα του (τότε Ζαίρ), πράγμα που θα του εξασφάλιζε έναν πολύ καλό μισθό και λογικά μία βίλα. Απέρριψε την πρόταση δίχως πολύ σκέψη. Σε ένα μεταγενέστερο σημείο της ταινίας, εξηγεί πως δεν ήθελε να αμείβεται με χρήματα από το αίμα του λαού.
Στην εκδήλωση αποφοίτησης καταφθάνει και ο δήμαρχος του Marly-Gomont, ενός μικρού χωριού στη Βόρεια Γαλλία, το οποίο πιθανώς να είχε περισσότερες αγελάδες από ανθρώπους, θέλοντας να πείσει κάποιον από τους απόφοιτους να αναλάβουν το ιατρείο του χωριού. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Ο Zantoko όμως, παίρνει την πρωτοβουλία και ζητά από μόνος του την θέση. Δεν αποδέχεται ουσιαστικά την πρόκληση, αλλά την επιζητά. Ο Δήμαρχος είναι δύσπιστος στην αρχή, όχι επειδή είναι ο ίδιος ρατσιστής, αλλά επειδή γνωρίζει την κατάσταση στο χωριό. Τίποτα δεν φοβίζει τον Seyolo όμως.
Τελικά, πηγαίνει με την γυναίκα του Άννα, την κόρη του Σιβή και τον γιό του Καμινί στο Marly Gomont. Η οικογένεια παθαίνει ένα μικρό σοκ όταν αντικρίζει κυρίως αγροκτήματα, λάσπες και ζώα. Είχαν την εντύπωση πως θα ζούσαν στο Παρίσι, όσο κι αν ο Zantoko προσπαθούσε να τους πείσει πως το χωριό βρίσκεται "κοντά στο Παρίσι".
Από το σημείο αυτό, η ιστορία εκτυλίσσεται όπως πολλές ανάλογες ιστορίες μεταναστών ή προσφύγων οι οποίοι βρέθηκαν σε ένα νέο περιβάλλον. Οι κάτοικοι τους αντιμετωπίζουν με φόβο. Τα παιδιά τους γνωρίζουν τον εκφοβισμό στο σχολείο, στην αρχή τουλάχιστον. Στο ιατρείο δεν πατά κανείς, ενώ η Άννα, η γυναίκα του Zantoko, αδυνατεί να συνάψει κάποια φιλία και περνά την ώρα της μιλώντας στο τηλέφωνο με τους δικούς της.
Καθοριστικό σημείο αποτελεί η γνωριμία του Seyolo με έναν "ανοιχτό" αγρότη του χωριού, έναν μη ρατσιστή, έναν κανονικό άνθρωπο δηλαδή. Με τη βοήθειά του καταφέρνει κάπως να προσαρμοστεί, δημιουργώντας κάποιες σχέσεις στο καφενείο του χωριού. Σε μια από τις πιο χαρούμενες στιγμές του, καταφέρνει να αποκτήσει τους πρώτους δύο πελάτες του. Αφού τελειώνει η εξέταση όμως, τους ζητά να τον πληρώσουν. Τότε αυτοί αστειευόμενοι, αρνούνται, λέγοντας πως αν ήταν να πληρώσουν θα πήγαιναν σε "κανονικό" γιατρό, κάποιον λευκό προφανώς.
Μένοντας στην ουσία άπραγος για καιρό, αποφασίζει να δουλέψει ως αγρότης, διότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ούτε στα καθημερινά έξοδα της οικογένειας. Σε εκείνο το σημείο τα διάχυτα στερεότυπα στο χωριό τον έχουν κερδίσει. Έχει χάσει την δύναμη και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Ένα τυχαίο γεγονός όμως, θα αλλάξει δραματικά την κατάσταση. Μια έγκυος γυναίκα του χωριού πρέπει να γεννήσει μέσα στη νύχτα. Άλλος γιατρός δεν υπάρχει. Έτσι, την διαδικασία αναλαμβάνει ο ίδιος, με επιτυχία. Παρά την προσπάθεια των συντηρητικών κύκλων του χωριού να τον διώξουν, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες του χωριού, χάρη στη κόρη του, η οποία είναι αστέρι στο ποδόσφαιρο, οδηγούν μια και καλή στην πλήρη αποδοχή της οικογένειας από τους κατοίκους.
Επειδή το παρόν άρθρο δεν αποτελεί κριτική της ταινίας, αλλά μια προσπάθεια να μιλήσουμε για όσα αυτή πραγματεύεται, με τη βοήθεια των στίχων ενός κομματιού των Στίχοιμα, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε ορισμένα σημεία.
Από τους τόπους του τίποτα
Ο Seyolo Zantoko και η οικογένειά του δεν αναγκάζονται να φύγουν από την πατρίδα τους επειδή καταδιώκονται, πεινάνε ή υπάρχει πόλεμος. Στη πραγματικότητα, είναι απόφαση του Zantoko, ο οποίος, όπως λέει κάποια στιγμή της ταινίας όταν τον ρωτούν αν θα γυρίσει πίσω, εκείνος απαντά πως θέλει να μείνει στη Γαλλία και να πάρει την υπηκοότητα, γιατί «σε όλη του τη ζωή έβλεπε την εκμετάλλευση από τους ισχυρούς».
Σε αντίθεση με όσους αναγκάζονται να φύγουν από την πατρίδα τους δίχως να έχουν άλλη επιλογή, ο Zantoko μοιάζει να το επιλέγει. Ωστόσο, στη πραγματικότητα δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Θέλοντας να διασφαλίσει ένα μέλλον για τον ίδιο και την οικογένειά του, ένα μέλλον που θα στηρίζεται στις δικές τους δυνάμεις και όχι υπηρετώντας έναν καταπιεστή, η μόνη λύση ήταν να φύγει από την πατρίδα του. Μια αξιοπρεπής δουλειά, μια πραγματική βοήθεια στη κοινότητα, αυτό ήταν που ήθελε. Όπως φαίνεται, έχοντας αυτά κατά νου, στον τόπου του στην ουσία δεν υπήρχε τίποτα για αυτόν.
Πόσες τέτοιες ιστορίες συναντάμε και σήμερα; Πρόσφυγες και μετανάστες καταφθάνουν από διαφορετικά γεωγραφικά σημεία στην Ελλάδα, αναζητώντας ένα νέο ξεκίνημα. Για την ακρίβεια μια κανονική ζωή. Αλλά και δεκαετίες νωρίτερα, όταν πολλοί άνθρωποι από την Αλβανία έφθασαν εδώ. Μα δεν είχαν πόλεμο, γιατί έφυγαν; Μα, η γνώση ότι στον τόπο σου δεν έχεις μέλλον ή το γεγονός ότι δεν έχεις να φας είναι μικρότερος σημασίας λόγος να εγκαταλείψεις τα πάντα πίσω σου;
Στέγη, δουλειά, αξιοπρέπεια
Βλέποντας τον Zantoko και την οικογένειά του στο Marly Gomont, καταλαβαίνει κανείς πως δεν αναζητούν κάτι παραπάνω από τους υπόλοιπους. Οι στόχοι τους δηλαδή είναι κοινοί. Ένα σπίτι, μια δουλειά, ένα σχολείο για τα παιδιά τους. Αλήθεια, αυτά δεν αναζητούν εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως;
Ακόμη και οι κάτοικοι του χωριού, ακριβώς αυτά αναζητούσαν. Μήπως τελικά τα κοινά ήταν περισσότερα; Για την ακρίβεια, η μόνη διαφορά ήταν το χρώμα του δέρματος, καμία άλλη. Οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν σπίτι τους την Γαλλία, ή τουλάχιστον αυτό προσπαθούσαν να κάνουν, όπως και οι υπόλοιποι, οι οποίοι ζούσαν δεκαετίες σε αυτόν τον τόπο. Πατρίδα μου είναι ό,τι μισώ κι ό,τι αγαπάω λένε άλλωστε ξανά οι Στίχοιμα.
Είναι τα όνειρά μου, δίπλα στα όνειρά σου/ και τα παιδιά μου να παίζουν με τα δικά σου
Προκειμένου να υποστηρίξουμε πως η κοινωνία μας είναι ανοιχτή, δεν αρκεί απλώς να αφήσουμε τους ανθρώπους από άλλα μέρη να ζήσουν εδώ. Η πραγματική αποδοχή θα έρθει όταν η κοινωνία θα μετατραπεί σε ένα σύνολο ονείρων, και όχι σε ένα σύνολο χρωμάτων που θα κατηγοριοποιούνται. Μια πολύχρωμη κοινωνία δεν σημαίνει πως οι μαύροι ή οι λευκοί θα ζουν ξεχωριστά, και θα βρίσκονται καμιά φορά τυχαία σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή σε κάποιο μαγαζί, ο καθένας στη δική του παρέα.
Το ζήτημα (πρέπει να) είναι η αδελφοποίηση των λαών μέσα από κοινές δραστηριότητες, κοινές παρέες κ.λπ. Διαφορετικά, οδηγούμαστε στο να κάνουμε πράξη την γνωστή κρυφο-ρατσιστική ανοησία, «εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους *βάλτε ό,τι θέλετε, αρκεί να μην με ενοχλούν. Βέβαια, κι εδώ έχουν απάντηση οι Στίχοιμα όταν λένε πως το ξένο θα μείνει ξένο όταν μόνο του ζήσει.
Γι' αυτό άλλωστε και η αναφορά στα παιδιά. Το παιχνίδι μεταξύ παιδιών από τη Συρία, την Αλβανία, την Ελλάδα, το Αφγανιστάν είναι το καλύτερο. Αν εμπιστεύεσαι τα παιδιά των άλλων, τότε εμπιστεύεσαι και αυτούς. Άλλωστε, αυτό δεν θα έπρεπε να είναι το φυσιολογικό; Θα έπρεπε. Το επιβεβαιώνει και η ταινία, της οποίας η πιο δυνατή στιγμή είναι ένα θεατρικό που προέρχεται από την συνεργασία των παιδιών του χωριού με εκείνα της οικογένειας του Seyolo.
Αύριο μπορεί να είσαι άρρωστος, και το παιδί μου ίσως να 'ναι γιατρός
Η ιστορία που περιγράφεται στην ταινία, επιβεβαιώνει τον παραπάνω στίχο, με μια μικρή διαφοροποίηση. Γιατρός είναι ο ίδιος ο Zantoko και όχι κάποιο από τα παιδιά του. Είπαμε άλλωστε πως καθοριστικής σημασίας γεγονός για την αλλαγή της κατάστασης αποτέλεσε η εγκυμοσύνη μιας γυναίκας του χωριού.
Υπάρχουν πολλά τέτοια γεγονότα, τα οποία, αν θέλουμε πραγματικά να τα δούμε, μπορούν να μας εξηγήσουν την πραγματικότητα πολύ καλύτερα απ' ότι νομίζουμε. Ο Zantoko, βοήθησε μια ασθενή του, όπως θα έκανε κάθε γιατρός. Το χρώμα του ή το χρώμα της δεν είχε καμία σχέση.
Αντί επιλόγου
Κλείνοντας σιγά σιγά, μπορούμε να πάρουμε μια μικρή επιβεβαίωση των όσων υποστηρίξαμε από την Κοινωνική Ψυχολογία. Σύμφωνα με το μοντέλο της κοινής ενδοομαδικής ταυτότητας (Gaertner et al. 1993, 1999, 2000 όπως αναφέρεται σε Χρυσοχόου 2011), «η προκατάληψη μπορεί να μειωθεί εάν η κατηγοριοποίηση ενδοομάδα-εξωομάδα μετατεθεί σε ένα υπερκείμενο επίπεδο και εάν τα μέλη και των δύο ομάδων μπορέσουν να αντιληφθούν ότι ανήκουν σε μια κοινή, πιο περιεκτική ομάδα».
Αυτό δε συνέβη και στην περίπτωσή μας; Η πλήρης αποδοχή της οικογένειας από το Κονγκό ήρθε όταν αυτή έγινε αντιληπτή ως κάτοχος χαρακτηριστικών παρόμοιων με των κατοίκων του χωριού. Ο Zantoko ήταν άντρας, εργαζόμενος, πατέρας. Η σύζυγός του Άννη (από ένα σημείο και μετά) ήταν κι αυτή εργαζόμενη, γυναίκα, μητέρα. Τα παιδιά τους, ο Καμινί και η Σιβή, μαθητές στο σχολείο. Η Σιβή ήταν και αθλήτρια. Τόσες κοινές ταυτότητες, που παραμερίζονται όταν βλέπουμε τα πράγματα ρατσιστικά.
Στο βιβλίο της Ξένιας Χρυσοχόου "Πολυπολιτισμική πραγματικότητα" (2011, 211), σχετικά με την συμβίωση σε ανομοιογενείς κοινωνίες η ίδια γράφει : «Το κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στη φύση των ανθρώπων το οποίο να τους εμποδίζει να ζουν σε κοινωνίες όπου συνυπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες».
*Οι στίχοι που αναφέρονται είναι από το κομμάτι των Στίχοιμα με τίτλο «Νιώσε μας». Πρόκειται για το 13ο κομμάτι από τον δίσκο Μηχανές που κυκλοφόρησε το 2012.
Γιάννης Τσεκούρας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου