«Είναι άβολο για τους δημοσιογράφους να είναι εκείνοι στο επίκεντρο και να γίνονται η είδηση. Εμείς πρέπει να παράγουμε τις ειδήσεις και όχι να είμαστε η είδηση».
Τα παραπάνω δήλωσε μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης στο Kontra, ο οποίος είδε το όνομά του να φιγουράρει σε εκατοντάδες τίτλους ειδήσεων, όχι για κάποιο ρεπορτάζ του ή επειδή πήρε κάποιο βραβείο, αλλά επειδή συγκαταλέγεται στη λίστα με τους ανθρώπους που παρακολουθήθηκαν από την ΕΥΠ, αλλά και από το λογισμικό Predator.
Πράγματι, όταν οι δημοσιογράφοι γίνονται οι ίδιοι είδηση, συνήθως δεν πρόκειται για κάτι καλό. Λίγες είναι οι φορές που αυτό θα συμβεί λόγω κάποιας βράβευσης, ή λόγω κάποιας μεγάλης έρευνας. Ακόμη κι όταν πρόκειται για κάποια αποκάλυψη, δεν νομίζω πως το κοινό συγκρατεί πάντα το όνομα αυτού/αυτής που την έκανε.
Συνεπώς, όταν οι δημοσιογράφοι συνιστούν την είδηση ή είναι μέρος της, μάλλον θα πρόκειται για κάτι αρνητικό. Κι αν δει κανείς τις περιπτώσεις που αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια, θα διαπιστώσει πως είναι κάτι που παρατηρείται συχνά στην Ελλάδα.
Ως προς την ελευθερία του Τύπου, η χώρα άλλωστε κατατάσσεται στην 108η θέση (σε σύνολο 180 χωρών) για το 22, σύμφωνα με την έκθεση που είχαν δημοσιεύσει οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, «πέφτοντας» 38 θέσεις συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, ενώ η κυβέρνηση είχε στοχοποιήσει στη συνέχεια την «τυχαία ΜΚΟ» που δεν την ξέρει «ούτε η μάνα της».
Αν λοιπόν στην Ελλάδα ένας δημοσιογράφος γίνει είδηση, μάλλον δεν πρόκειται για κάποιο βραβείο.
Με το ξέσπασμα της πανδημίας, για μήνες ασχολούμασταν με τη Λίστα Πέτσα, με την κυβέρνηση να δίνει μετά από πίεση τη λίστα με τα ποσά που δόθηκαν στα ΜΜΕ, δίχως να δημοσιοποιεί τα κριτήρια, κι ενώ φαίνεται πως πρόκειται για αδιαφανή διαδικασία, από την οποία ευνοήθηκαν συγκεκριμένα ΜΜΕ.
Με πρόφαση την πανδημία άλλωστε, η κυβέρνηση θέσπισε ένα νόμο δήθεν για να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση, αλλά στην ουσία πρόκειται για προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας του λόγου (μέχρι πέντε χρόνια φυλάκιση για διασπορά «ψευδών ειδήσεων»).
Επίσης, ας μην ξεχνάμε πως από τις πρώτες κιόλας μέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε θέσει την ΕΡΤ και το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο υπό τον έλεγχό του, προκαλώντας αντιδράσεις.
Επιπλέον, πέρα από την αστυνομική βία που βιώνουν οι διαδηλωτές σχεδόν σε κάθε πορεία, ενώ πολλές φορές οι κινητοποιήσεις απαγορεύονται κιόλας, ακόμη κι αν πρόκειται για πορείες κατά των βιασμών, δεν είναι λίγα τα περιστατικά που δημοσιογράφοι ή/και φωτορεπόρτερ κατήγγειλαν βία από αστυνομικούς. Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση, οι επιθέσεις ίσως έχουν και μια παραπάνω σημασία, καθώς παρεμποδίζεται και το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση.
Φυσικά, οι λεκτικές επιθέσεις και η στοχοποίηση δημοσιογράφων έχουν μετατραπεί σε κανονική κυβερνητική πρακτική, είτε πρόκειται για Έλληνες δημοσιογράφους που εργάζονται σε ελληνικά μέσα, είτε για ξένους, είτε ακόμη και για Έλληνες ανταποκριτές σε ξένα ΜΜΕ, με τελευταία τα παραδείγματα του Γιώργου Χρηστίδη και της Νεκταρίας Σταμούλη.
Στην Ελλάδα είδαμε επίσης τη δίωξη ερευνητών δημοσιογράφων ενός σκανδάλου, να διώκονται ακριβώς για αυτό το σκάνδαλο. Αναφέρομαι στη «συμμορία» των Κώστα Βαξεβάνη, Γιάννας Παπαδάκου, Αλέξανδρου Τάρκα και του εκδότη Γιάννη Φιλιππάκη, που τελικά απαλλάχθηκαν.
Είδαμε επίσης «σκονάκια» στην ΕΡΤ, αλλά και δημοσιογράφους, όπως ο Θωμάς Σίδερης να παραιτούνται, αφού κατήγγειλαν στοχοποίηση και απειλές. Ή την Έλενα Ακρίτα να παραιτείται από τα Νέα, επειδή λοκοκρίθηκε. Ή την Δήμητρα Κρουστάλλη, πρώην διευθύντρια σύνταξης από «Το Βήμα», να κάνει το ίδιο, επειδή δέχθηκε πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου.
Αν πάλι οι δημοσιογράφοι έχουν το «ελεύθερο» να κάνουν τη δουλειά τους, είναι πιθανό να τους ασκηθεί μια αγωγή Slapp, όπως έγινε με την Σταυρούλα Πουλημένη, με την «Εφημερίδα των Συντακτών», με τη Φωτεινή Λαμπρίδη, με τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο, αλλά και τα ερευνητικά μέσα Solomon και Reporters United.
Πρόκειται για μια «βιομηχανία αγωγών», εκ μέρους ομάδων ισχυρών συμφερόντων ή προσώπων εναντίον δημοσιογράφων ( ή ομάδων πολιτών, προκειμένου να επιτύχουν τη φίμωσή τους σχετικά με σημαντικές καταγγελίες ή και αποκαλύψεις, απαιτώντας υπέρογκα ποσά (αρκεί να δει κανείς τα ποσά που ζητούνται στις παραπάνω περιπτώσεις).
Φτάνοντας στο πρόσφατο παρελθόν, τα ονόματα των Θανάση Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη, οι οποίοι έχουν συνεργαστεί και με μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, βρέθηκαν στο επίκεντρο (όχι τόσο ο δεύτερος), επειδή έγιναν στόχοι παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ, για λόγους «εθνικής ασφάλειας», και όχι για την δουλειά τους. Ουσιαστικά βέβαια, λόγω της δουλειάς τους παρακολουθούνταν.
Αν λοιπόν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάνει λόγο για «ζύμωση δημοσιογράφων και πολιτικής», την οποία θεωρεί «πλούτο», καλό είναι να κάνετε δεύτερες (και τρίτες) σκέψεις.
Τα παραπάνω δήλωσε μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης στο Kontra, ο οποίος είδε το όνομά του να φιγουράρει σε εκατοντάδες τίτλους ειδήσεων, όχι για κάποιο ρεπορτάζ του ή επειδή πήρε κάποιο βραβείο, αλλά επειδή συγκαταλέγεται στη λίστα με τους ανθρώπους που παρακολουθήθηκαν από την ΕΥΠ, αλλά και από το λογισμικό Predator.
Πράγματι, όταν οι δημοσιογράφοι γίνονται οι ίδιοι είδηση, συνήθως δεν πρόκειται για κάτι καλό. Λίγες είναι οι φορές που αυτό θα συμβεί λόγω κάποιας βράβευσης, ή λόγω κάποιας μεγάλης έρευνας. Ακόμη κι όταν πρόκειται για κάποια αποκάλυψη, δεν νομίζω πως το κοινό συγκρατεί πάντα το όνομα αυτού/αυτής που την έκανε.
Συνεπώς, όταν οι δημοσιογράφοι συνιστούν την είδηση ή είναι μέρος της, μάλλον θα πρόκειται για κάτι αρνητικό. Κι αν δει κανείς τις περιπτώσεις που αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια, θα διαπιστώσει πως είναι κάτι που παρατηρείται συχνά στην Ελλάδα.
Ως προς την ελευθερία του Τύπου, η χώρα άλλωστε κατατάσσεται στην 108η θέση (σε σύνολο 180 χωρών) για το 22, σύμφωνα με την έκθεση που είχαν δημοσιεύσει οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, «πέφτοντας» 38 θέσεις συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, ενώ η κυβέρνηση είχε στοχοποιήσει στη συνέχεια την «τυχαία ΜΚΟ» που δεν την ξέρει «ούτε η μάνα της».
Αν λοιπόν στην Ελλάδα ένας δημοσιογράφος γίνει είδηση, μάλλον δεν πρόκειται για κάποιο βραβείο.
Με το ξέσπασμα της πανδημίας, για μήνες ασχολούμασταν με τη Λίστα Πέτσα, με την κυβέρνηση να δίνει μετά από πίεση τη λίστα με τα ποσά που δόθηκαν στα ΜΜΕ, δίχως να δημοσιοποιεί τα κριτήρια, κι ενώ φαίνεται πως πρόκειται για αδιαφανή διαδικασία, από την οποία ευνοήθηκαν συγκεκριμένα ΜΜΕ.
Με πρόφαση την πανδημία άλλωστε, η κυβέρνηση θέσπισε ένα νόμο δήθεν για να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση, αλλά στην ουσία πρόκειται για προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας του λόγου (μέχρι πέντε χρόνια φυλάκιση για διασπορά «ψευδών ειδήσεων»).
Επίσης, ας μην ξεχνάμε πως από τις πρώτες κιόλας μέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε θέσει την ΕΡΤ και το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο υπό τον έλεγχό του, προκαλώντας αντιδράσεις.
Επιπλέον, πέρα από την αστυνομική βία που βιώνουν οι διαδηλωτές σχεδόν σε κάθε πορεία, ενώ πολλές φορές οι κινητοποιήσεις απαγορεύονται κιόλας, ακόμη κι αν πρόκειται για πορείες κατά των βιασμών, δεν είναι λίγα τα περιστατικά που δημοσιογράφοι ή/και φωτορεπόρτερ κατήγγειλαν βία από αστυνομικούς. Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση, οι επιθέσεις ίσως έχουν και μια παραπάνω σημασία, καθώς παρεμποδίζεται και το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση.
Φυσικά, οι λεκτικές επιθέσεις και η στοχοποίηση δημοσιογράφων έχουν μετατραπεί σε κανονική κυβερνητική πρακτική, είτε πρόκειται για Έλληνες δημοσιογράφους που εργάζονται σε ελληνικά μέσα, είτε για ξένους, είτε ακόμη και για Έλληνες ανταποκριτές σε ξένα ΜΜΕ, με τελευταία τα παραδείγματα του Γιώργου Χρηστίδη και της Νεκταρίας Σταμούλη.
Στην Ελλάδα είδαμε επίσης τη δίωξη ερευνητών δημοσιογράφων ενός σκανδάλου, να διώκονται ακριβώς για αυτό το σκάνδαλο. Αναφέρομαι στη «συμμορία» των Κώστα Βαξεβάνη, Γιάννας Παπαδάκου, Αλέξανδρου Τάρκα και του εκδότη Γιάννη Φιλιππάκη, που τελικά απαλλάχθηκαν.
Είδαμε επίσης «σκονάκια» στην ΕΡΤ, αλλά και δημοσιογράφους, όπως ο Θωμάς Σίδερης να παραιτούνται, αφού κατήγγειλαν στοχοποίηση και απειλές. Ή την Έλενα Ακρίτα να παραιτείται από τα Νέα, επειδή λοκοκρίθηκε. Ή την Δήμητρα Κρουστάλλη, πρώην διευθύντρια σύνταξης από «Το Βήμα», να κάνει το ίδιο, επειδή δέχθηκε πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου.
Αν πάλι οι δημοσιογράφοι έχουν το «ελεύθερο» να κάνουν τη δουλειά τους, είναι πιθανό να τους ασκηθεί μια αγωγή Slapp, όπως έγινε με την Σταυρούλα Πουλημένη, με την «Εφημερίδα των Συντακτών», με τη Φωτεινή Λαμπρίδη, με τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο, αλλά και τα ερευνητικά μέσα Solomon και Reporters United.
Πρόκειται για μια «βιομηχανία αγωγών», εκ μέρους ομάδων ισχυρών συμφερόντων ή προσώπων εναντίον δημοσιογράφων ( ή ομάδων πολιτών, προκειμένου να επιτύχουν τη φίμωσή τους σχετικά με σημαντικές καταγγελίες ή και αποκαλύψεις, απαιτώντας υπέρογκα ποσά (αρκεί να δει κανείς τα ποσά που ζητούνται στις παραπάνω περιπτώσεις).
Φτάνοντας στο πρόσφατο παρελθόν, τα ονόματα των Θανάση Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη, οι οποίοι έχουν συνεργαστεί και με μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, βρέθηκαν στο επίκεντρο (όχι τόσο ο δεύτερος), επειδή έγιναν στόχοι παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ, για λόγους «εθνικής ασφάλειας», και όχι για την δουλειά τους. Ουσιαστικά βέβαια, λόγω της δουλειάς τους παρακολουθούνταν.
Αν λοιπόν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάνει λόγο για «ζύμωση δημοσιογράφων και πολιτικής», την οποία θεωρεί «πλούτο», καλό είναι να κάνετε δεύτερες (και τρίτες) σκέψεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου