Timothy Eberly |
Οι περισσότεροι, περνάμε περισσότερο χρόνο στο σπίτι πλέον και ως εκ του αποτελέσματος, περισσότερο χρόνο μπροστά σε οθόνες. Όπως λοιπόν μας εκμυστηρεύτηκαν και οι έντεκα συνεντευξιαζόμενοι στο προηγούμενο θέμα του blog, ένας όμορφος τρόπος να περνάμε τον χρόνο μας είναι οι ταινίες. Για αυτό λοιπόν και σήμερα φροντίσαμε να ρωτήσουμε δύο κριτικούς κινηματογράφου για να μας προτείνουν μερικές. Όχι όμως οποιεσδήποτε ταινίες, αλλά ταινίες που κατά την κρίση τους δεν αναγνωρίστηκαν όσο άξιζαν, από κοινό και κριτικούς. Ο Χρήστος Μήτσης (Αθηνόραμα) και ο Δημήτρης Μπαμπούλης (Filmakias.gr) λοιπόν, είναι εδώ για να μας διαφωτίσουν και για να μας παροτρύνουν να παρακολουθήσουμε αυτές τις "αδικημένες" κινηματογραφικές παραγωγές.
Χρήστος Μήτσης (Αθηνόραμα):
1. Σιωπηλός Δολοφόνος
Σκηνοθέτης με τηλεοπτική καριέρα («Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας»), ο Καναδός Ντάριλ Ντιούκ θα πάρει το 1978 στα χέρια του ένα υποδειγματικά χιτσκοκικό σενάριο από τον Κέρτις Χάνσον («Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό») και θα υπογράψει ένα αριστουργηματικό θρίλερ το οποίο «αντιγράφει» αλάνθαστα τεχνικές και θεματικές του μετρ.
Το αγωνιώδες παιχνίδι ανάμεσα σ’ έναν ταμία τράπεζας (Έλιοτ Γκουλντ), ο οποίος έχει οικειοποιηθεί τα λεφτά μιας απόπειρας ληστείας που έγινε στο υποκατάστημά του, και του εγκληματία ο οποίος την επιχείρησε (Κρίστοφερ Πλάμερ) στηρίζεται σε μια ευφυή αντιστροφή ρόλων, ενορχηστρώνεται σαν σκηνοθετημένο θέαμα (όλα θα τελειώσουν με μια δεύτερη, στημένη ληστεία), νοστιμίζει με εύστοχες ψυχαναλυτικές αναφορές, κορυφώνεται με σαδιστικό σασπένς και ολοκληρώνεται με μια καλοστημένη ανατροπή. Στην απολαυστική συνταγή, ένα υποδόριο, ειρωνικό χιούμορ βάζει το κερασάκι στην τούρτα - γιατί «οι ταινίες δεν είναι φέτες ζωής, αλλά φέτες γλυκού», όπως έλεγε ο Χίτσκοκ.
2. Ο Φόβος
Στους βάλτους της Κωπαΐδας η οικογένεια ενός αυταρχικού τσιφλικά (Αλέξης Δαμιανός) έρχεται αντιμέτωπη με τα πάθη της, δεμένα με την παράδοση και την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Μιας (αγροτικής) Ελλάδας σταματημένης στο χρόνο, της οποίας η εγγενής αδυναμία να προσαρμοστεί στις αλλαγές των καιρών (που αντιπροσωπεύει η σχέση της κόρης του τσιφλικά με τον μηχανικό) θα προκαλέσει την εκ των έσω μοιραία και βίαιη καταστροφή της. Τρίτη και τελευταία ταινία του παραγνωρισμένου, 37χρονου τότε, Κώστα Μανουσάκη («Προδοσία»), ο «Φόβος» αποτυπώνει γλαφυρά
σε σκληρό ασπρόμαυρο, και με μοναδική διεισδυτικότητα στα χρονικά του ελληνικού σινεμά, αυτή την άρρηκτη συναρμογή ιστορικού – οικογενειακού – προσωπικού δράματος.
Ενός πολιτικοκοινωνικού τραύματος που φτάνει πολύ βαθιά, ως τους «ιερούς» δεσμούς αίματος, και το οποίο μπορεί να κλείσει προσωρινά, χωρίς ποτέ να επουλωθεί. Σκηνή ανθολογίας η σεκάνς του φινάλε με τον παραισθησιακό χορό του βιαστή και φονιά Ανέστη Βλάχου και την απρόβλεπτη «θεία τιμωρία».
3. Συμβόλαιο με το Θάνατο
Ο Βρετανός Στίβεν Φρίαρς έβαλε το όνομά του στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη με το πρωτότυπο κοινωνικό δράμα «Ωραίο μου Πλυντήριο» του 1985, ένα χρόνο νωρίτερα, όμως, σκηνοθέτησε μια ελεγειακή, παλαιάς κοπής γκανγκστερική περιπέτεια η οποία δεν απέσπασε την προσοχή που της άξιζε.
Γυρισμένη κάτω από τον καυτό ισπανικό ήλιο, αφηγείται την περίπλοκη, ανταγωνιστική σχέση την οποία αναπτύσσουν ένας κυνικός βετεράνος (Τζον Χαρτ) κι ένας ανυπόμονος νεαρός (Τιμ Ροθ) επαγγελματίας εκτελεστής, οι οποίοι αναλαμβάνουν να απαγάγουν και να οδηγήσουν στο Παρίσι έναν εγκληματία (Τέρενς Σταμπ) που πριν δέκα χρόνια κάρφωσε στην αστυνομία τα αφεντικά τους. Εξαρτήσεις εξουσίας, διαφορετικές αξίες, φλερτ με το θάνατο κι ένας αμοραλιστικός κόσμος προδοσίας τον οποίο ο Φρίαρς αποκαλύπτει μέσα από το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας και τους κώδικες ενός στιλάτου νεονουάρ.
4. Μάτια Ερμητικά Κλειστά
Βασισμένο σε μια νουβέλα του Άρθουρ Σνίτσλερ, το κύκνειο άσμα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ είναι ένα μνημειώδες κινηματογραφικό επίτευγμα, το οποίο συνοψίζει σε 159 λεπτά τη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια του 20ου αιώνα όπως πρώτοι την περιέγραψαν οι Μαρσέλ Προυστ και Τζέιμς Τζόις.
Αυτή που δεν μπορεί να είναι πια παρά η φτηνή μίμηση ενός (ομηρικού) έπους, με αρχή και τέλος τον ίδιο μας τον εαυτό, τις επιθυμίες, τα πάθη και τις ανασφάλειές του. Έτσι, η (σεξουαλική) οδύσσεια του γιατρού Γουίλιαμ Χάρφορντ (Τομ Κρουζ) δεν αφορά τελικά παρά μια φαντασίωση ερωτικής στέρησης που φλερτάρει διαρκώς με το θάνατο, μέσα από ένα ιδιοφυώς στημένο παιχνίδι πολλαπλών αντανακλάσεων, σαγηνευτικών παραπλανήσεων, ψυχαναλυτικών σημαινομένων και διαρκούς αμφιβολίας αν όλα όσα
παρακολουθούμε αφορούν την πραγματικότητα ή έναν εφιάλτη.Το ξύπνημα από τον οποίο συμβαίνει μέσα στην κομφορμιστική θαλπωρή της συζυγικής κλίνης.
Δημήτρης Μπαμπούλης (Filmakias.gr):
1. Europa
Γερμανία,
1945. Η χώρα προσπαθεί να μαζέψει τα
κομμάτια της μετά από την”
καταστροφή”
της κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας
Αμερικανός με γερμανική καταγωγή,
o Leopold, φτάνει στην χώρα
για να εργαστεί ως σταθμάρχης, όμως
γρήγορα θα βρεθεί ανάμεσα σε άτομα που
θα προσπαθήσουν να τον εκμεταλλευτούν.
Μία
ωδή στον κλασικό κινηματογράφο και στην
παλιά film noir, φτιαγμένο
στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 από τα
χέρια του γνωστού Δανού σκηνοθέτη Lars
von Tirer. Ένα κινηματογραφικό
διαμάντι που προσφέρει οπτική και
αισθητική απόλαυση και σεκάνς που
χαράζονται στην μνήμη του θεατή. Ο
αφηγητής της ταινίας απευθύνεται στο
δεύτερο πρόσωπο και καθοδηγεί τον
πρωταγωνιστή, αλλά ταυτόχρονα και τον
θεατή, από την αρχή της ταινίας, σε ένα
όνειρο με πολλές ρεαλιστικές πτυχές.
Έρωτας, ίντριγκες, κατασκοπεία, πολιτικά
πιστεύω και υπαρξιακές αναζητήσεις
δένουν μαγικά μπροστά στην κάμερα του
Trier,
προκαλώντας τον θεατή να σκεφτεί,αλλά
και να αισθανθεί έντονα.
2.Let the Right One In
Ο
Oskar είναι
ένα παιδί 12 χρονών. Οι γονείς του είναι
χωρισμένοι και κανένας από τους δύο δεν
του δίνει αρκετή σημασία.
Εκτός αυτού, ο Oskar
δέχεται συνεχώς bullying
από τους συνομήλικους του στο σχολείο.
Τότε θα γνωρίσει ένα κορίτσι, την Eli
. Όσο καλύτερα την γνωρίζει
τόσο περισσότερο την ερωτεύεται και
σιγά σιγά ανακαλύπτει την “ιδιαιτερότητα”
της.
Η
ταινία είναι Σουηδικής παραγωγής από
τον σκηνοθέτη Tomas Alfredson
και ουσιαστικά έδωσε μία
άλλη οπτική στις vampire
ταινίες και γενικά στο
horror είδος.
Ο δημιουργός αποφεύγει τις σκηνές με
πολύ αίμα και τα jump scares,
κρατώντας αποστάσεις. Τα ψυχρά χρώματα
της ταινίας δημιουργούν την κατάλληλη
ατμόσφαιρα, ενώ κάποιες πιο περίεργες
σκηνές προκαλούν στον θεατή την
απαιτούμενη από το είδος ανατριχίλα. Η
βία που προβάλλει η ταινία προέρχεται
μόνο από ανθρώπινα χέρια (οι ακρότητες
που κάνουν στον Oskar οι
συνομήλικοι του ή το ξέσπασμα του Oskar
) παίζοντας έτσι με τις
έννοιες του πραγματικού “τέρατος”.
Τέλος, ο εφηβικός έρωτας των δύο μικρών,
μοναχικών παιδιών μαγνητίζει τον θεατή.
Σε αυτό συμβάλλουν οι πολύ καλές ερμηνείες
των μικρών πρωταγωνιστών Kåre Hedebrant και
Lina Leandersson.
3.Being There
Ο
Chance είναι
ένα άτομο με διανοητικά προβλήματα, ο
οποίος έχει μεγαλώσει στην έπαυλη του
πλούσιου αφεντικού του Benjamin,
όπου και εργαζόταν σαν κηπουρός. Όταν
το αφεντικό του πεθάνει θα αναγκαστεί
να βγει στον πραγματικό κόσμο, τον οποίο
γνωρίζει μόνο μέσα από την οθόνη της
τηλεόρασης. Η
επαφή του με τον πραγματικό κόσμο, όχι
μόνο θα τον κάνει να αναδειχθεί ως
διαφορετικός, αλλά θα φτάσει να γίνει
ισχυρός σύμβουλος στην πολιτική σκηνή
της χώρας.
Ο
Hal Ashby μεταφέρει
το βιβλίο του Jerzi Kosinski την
μεγάλη οθόνη, δημιουργώντας μία πετυχημένη
σάτιρα, μία κωμωδία με απλή και φυσική
εξέλιξη. Σε καμία από τις αστείες σκηνές
της ταινίας δεν πιέζονται τα γεγονότα
ώστε να βγει το γέλιο. O
Peter Sellers είναι εξαιρετικός
σε έναν ρόλο που του χάρισε μία Χρυσή
Σφαίρα για ερμηνεία σε κωμωδία και μία
υποψηγιότητα για Oscar.
Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει την ταινία
παρά τον ανάλαφρο χαρακτήρα της είναι
και το φιλοσοφικό της περιεχόμενο που
ασχολείται με την επιρροή της τηλεόρασης
και γενικά την “τέχνη” της επικοινωνίας.
Σίγουρα, το “Being There”
είναι μία ταινία με
ψυχαγωγικό χαρακτήρα που συνδυάζει το
γέλιο με τον προβληματισμό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου