Όπως κάθε άλλη φορά που προκύπτει ένα ζήτημα το οποίο αφορά πράγματα που ήταν κρυμμένα, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, «κάτω από το χαλί», ενεργοποιείται εκείνο το συντηρητικό (στη καλύτερη) κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο επιθυμεί να διαμορφώσει εκ νέου την πραγματικότητα. Κάποιες φορές το πετυχαίνει, άλλες όχι. Συνέβη στη περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου, συμβαίνει ξανά με αφορμή τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις που δημοσιεύονται καθημερινά.
Αγκάλιασε όμως ολόκληρη η κοινωνία αυτό το γεγονός; Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε πως το έκανε. Όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε ένα -όχι και πολύ μικρό- μέρος της, αποτελούμενο κυρίως από άνδρες, αλλά και ορισμένες γυναίκες, το οποίο προσπάθησε να κάνει αυτό που προείπαμε : να επανανοηματοδοτήσει την ίδια την πράξη. Το βάρος δεν πέφτει στον θύτη, αλλά στο θύμα. Αυτό μαρτυρούν οι ερωτήσεις όπως “γιατί τώρα;”.
Η μετατόπιση της προσοχής από την ίδια την πράξη στο χρονικό σημείο όπου το άτομο που είχε κακοποιηθεί διάλεξε να καταγγείλει το γεγονός και να μιλήσει δημόσια για αυτό, μετά από 5, 10, 20 χρόνια, ισοδυναμεί με την υποβάθμιση της ίδιας της πράξης. Η ερώτηση αυτή δεν έχει απάντηση. Όχι επειδή είναι ρητορική, και η απάντησή της είναι προφανής και γνωστή, αλλά επειδή στην ουσία είναι δήλωση : «καλύτερα να μην γινόταν ποτέ η αποκάλυψη».
Διότι, οποιαδήποτε απάντηση κι αν έδινε το θύμα, εύκολα θα μπορούσε να προκύψει μια άλλη ερώτηση, εξίσου προβληματική. Αν το θύμα έλεγε ότι φοβόταν να το κάνει τότε, εύκολα θα μπορούσε να ερωτηθεί γιατί δε φοβάται τώρα. Αν παραδεχόταν ότι φοβόταν τον στιγματισμό, εύκολα θα μπορούσε να ερωτηθεί γιατί δεν τον φοβάται τώρα.
Επίσης, διαχρονικά, δεν λείπουν από τη συζήτηση οι γνωστές ανοησίες, οι οποίες πηγάζουν από μύθους σχετικά με τον βιασμό και την κακοποίηση, όπου η προσοχή περιστρέφεται γύρω από το τι φορούσε η γυναίκα, τι ώρα ήταν, πώς κατέληξε εκεί (π.χ. σε δωμάτιο ξενοδοχείου), πώς μίλησε και ούτω καθεξής. Το κεντρικό θέμα δηλαδή γίνεται ξανά η ίδια και όχι ο θύτης, ο μοναδικός υπαίτιος.
Ωστόσο, το ελληνικό #MeToo φανερώνει μια σειρά από αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Αρχικά, ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα, της βίας και της κακοποίησης των γυναικών, συναντάται σε τρομακτικές διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη, ότι τα θύματα δυστυχώς δυσκολεύονται συνήθως να καταγγείλουν τα περιστατικά, διότι προφανώς το περιβάλλον δεν είναι το κατάλληλο, για μια σειρά από λόγους, κάτι για το οποίο ευθυνόμαστε όλοι οι υπόλοιποι. Στα θετικά τώρα, το #MeToo φαίνεται πως δίνει τη δύναμη αλλά και το χώρο στις γυναίκες να καταγγείλουν τις συγκεκριμένες πράξεις, αλλά και διαμορφώνει σιγά σιγά ένα πλαίσιο, τα όρια του οποίου δεν θα μπορούν να ξεπερνιούνται.
Φυσικά, η δημοσιότητα στο ίντερνετ δεν ισοδυναμεί και με δίκη στο ίντερνετ. Ωστόσο, ίσως διευκολύνει το άτομο να κάνει την καταγγελία, αφού μέσα από ένα κύμα συμπαράστασης μπορεί να οδηγηθεί σε αυτή την απόφαση. Διότι σε τελική ανάλυση, οι πράξεις αυτές είναι ποινικά κολάσιμες, και πρέπει να ερευνηθούν από την δικαιοσύνη. Διαφορετικά, θα μείνουμε μόνο με την αίσθηση πως κάτι αλλάζει.
Κλείνοντας, σαν ένα άτομο που δεν ανήκει στον γυναικείο πληθυσμό και παρακολουθεί τις καταγγελίες την μία πίσω από την άλλη, δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη να δώσω κάποια συμβουλή στις γυναίκες. Νομίζω πως, το μόνο που πρέπει να κάνουμε αρχικά, είναι να τις ακούσουμε, να τις σεβαστούμε και να τις στηρίξουμε. Τα “πρέπει” ας τα αφήσουμε στην άκρη. Θα είναι μια καλή αρχή.
Γιάννης Τσεκούρας
Unsplash - Mihai Sudru |
Αναφέρομαι στην ελληνική εκδοχή του #MeToo και τις αντιδράσεις που σήκωσε. Υπήρξε ομολογουμένως μεγάλη υποστήριξη στις γυναίκες που αποφάσισαν να καταγγείλουν τους θύτες, με την Σοφία Μπεκατώρου να κάνει την αρχή, πυροδοτώντας έτσι μια σειρά αποκαλύψεων. Φυσικά, υπάρχουν και άνδρες που κακοποιούνται, ωστόσο τα μεγέθη είναι εντελώς διαφορετικά. Οι αποκαλύψεις λοιπόν ξεκίνησαν στον αθλητισμό, επεκτάθηκαν στο Πανεπιστήμιο και συνεχίζουν στο χώρο του θεάτρου. Όπως φαίνεται, είναι ζήτημα χρόνου να επεκταθούν και σε άλλους χώρους.
Αγκάλιασε όμως ολόκληρη η κοινωνία αυτό το γεγονός; Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε πως το έκανε. Όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε ένα -όχι και πολύ μικρό- μέρος της, αποτελούμενο κυρίως από άνδρες, αλλά και ορισμένες γυναίκες, το οποίο προσπάθησε να κάνει αυτό που προείπαμε : να επανανοηματοδοτήσει την ίδια την πράξη. Το βάρος δεν πέφτει στον θύτη, αλλά στο θύμα. Αυτό μαρτυρούν οι ερωτήσεις όπως “γιατί τώρα;”.
Η μετατόπιση της προσοχής από την ίδια την πράξη στο χρονικό σημείο όπου το άτομο που είχε κακοποιηθεί διάλεξε να καταγγείλει το γεγονός και να μιλήσει δημόσια για αυτό, μετά από 5, 10, 20 χρόνια, ισοδυναμεί με την υποβάθμιση της ίδιας της πράξης. Η ερώτηση αυτή δεν έχει απάντηση. Όχι επειδή είναι ρητορική, και η απάντησή της είναι προφανής και γνωστή, αλλά επειδή στην ουσία είναι δήλωση : «καλύτερα να μην γινόταν ποτέ η αποκάλυψη».
Διότι, οποιαδήποτε απάντηση κι αν έδινε το θύμα, εύκολα θα μπορούσε να προκύψει μια άλλη ερώτηση, εξίσου προβληματική. Αν το θύμα έλεγε ότι φοβόταν να το κάνει τότε, εύκολα θα μπορούσε να ερωτηθεί γιατί δε φοβάται τώρα. Αν παραδεχόταν ότι φοβόταν τον στιγματισμό, εύκολα θα μπορούσε να ερωτηθεί γιατί δεν τον φοβάται τώρα.
Επίσης, διαχρονικά, δεν λείπουν από τη συζήτηση οι γνωστές ανοησίες, οι οποίες πηγάζουν από μύθους σχετικά με τον βιασμό και την κακοποίηση, όπου η προσοχή περιστρέφεται γύρω από το τι φορούσε η γυναίκα, τι ώρα ήταν, πώς κατέληξε εκεί (π.χ. σε δωμάτιο ξενοδοχείου), πώς μίλησε και ούτω καθεξής. Το κεντρικό θέμα δηλαδή γίνεται ξανά η ίδια και όχι ο θύτης, ο μοναδικός υπαίτιος.
Ωστόσο, το ελληνικό #MeToo φανερώνει μια σειρά από αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Αρχικά, ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα, της βίας και της κακοποίησης των γυναικών, συναντάται σε τρομακτικές διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη, ότι τα θύματα δυστυχώς δυσκολεύονται συνήθως να καταγγείλουν τα περιστατικά, διότι προφανώς το περιβάλλον δεν είναι το κατάλληλο, για μια σειρά από λόγους, κάτι για το οποίο ευθυνόμαστε όλοι οι υπόλοιποι. Στα θετικά τώρα, το #MeToo φαίνεται πως δίνει τη δύναμη αλλά και το χώρο στις γυναίκες να καταγγείλουν τις συγκεκριμένες πράξεις, αλλά και διαμορφώνει σιγά σιγά ένα πλαίσιο, τα όρια του οποίου δεν θα μπορούν να ξεπερνιούνται.
Φυσικά, η δημοσιότητα στο ίντερνετ δεν ισοδυναμεί και με δίκη στο ίντερνετ. Ωστόσο, ίσως διευκολύνει το άτομο να κάνει την καταγγελία, αφού μέσα από ένα κύμα συμπαράστασης μπορεί να οδηγηθεί σε αυτή την απόφαση. Διότι σε τελική ανάλυση, οι πράξεις αυτές είναι ποινικά κολάσιμες, και πρέπει να ερευνηθούν από την δικαιοσύνη. Διαφορετικά, θα μείνουμε μόνο με την αίσθηση πως κάτι αλλάζει.
Κλείνοντας, σαν ένα άτομο που δεν ανήκει στον γυναικείο πληθυσμό και παρακολουθεί τις καταγγελίες την μία πίσω από την άλλη, δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη να δώσω κάποια συμβουλή στις γυναίκες. Νομίζω πως, το μόνο που πρέπει να κάνουμε αρχικά, είναι να τις ακούσουμε, να τις σεβαστούμε και να τις στηρίξουμε. Τα “πρέπει” ας τα αφήσουμε στην άκρη. Θα είναι μια καλή αρχή.
Γιάννης Τσεκούρας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου