Τέσσερα πράγματα που μάθαμε για την οικονομία την περασμένη εβδομάδα

 

«Ο μύθος έχει νόημα μόνο μέσα στα όρια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας», αναφέρει σε διαλέξεις της, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών, Ευφημία Καρακαντζά. 

Την περασμένη εβδομάδα λοιπόν, εκτέθηκα στην ουσιαστική αποδόμηση ορισμένων οικονομικών μύθων που επικρατούν στα «όρια της κοινωνίας μας», ή ακριβέστερα, «στα όρια της οικονομίας μας».

► Μύθος νούμερο 1: Το αόρατο χέρι της αγοράς, λειτουργεί τόσο προς όφελος των επιχειρηματιών, όσο και προς όφελος της κοινότητας. 

Θυμίζω πώς, στον «Πλούτο των Εθνών», ο Άνταμ Σμιθ ισχυρίζεται ότι, μέσα στο σύστημα του καπιταλισμού , ένα άτομο που δρα για το προσωπικό του συμφέρον τείνει να προωθεί και το συμφέρον της κοινότητας του.

Πάμε λοιπόν να δούμε πως λειτουργεί το χέρι της αγοράς, στις συνθήκες κακοκαιρίας που μας έπληξαν τις τελευταίες μέρες. «Η τιμή εκκαθάρισης της βασικής χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού στο χρηματιστήριο ενέργειας, διαμορφώνεται σήμερα στα 293,79 ευρώ ανά μεγαβατώρα, αυξημένη κατά 42,3% σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή (206,46 ευρώ/ μεγαβατώρα), του περασμένου Σαββάτου (22/1), δηλαδή πριν την έναρξη της κακοκαιρίας», διαβάζουμε από έγκριτα ΜΜΕ. Με λίγα λόγια δηλαδή, η επιτυχία της ελεύθερης αγοράς και του ελληνικού καπιταλισμού βεβαίως-βεβαίως, είναι, επί της ουσίας, η τεράστια και ανεμπόδιστη αύξηση των τιμών, μέσα σε συνθήκες ψύχους, απλώς και μόνο επειδή αυξήθηκε η ζήτηση. Όλα αυτά μάλιστα, εντός ενός οικονομικού πλαισίου, όπου κατά την ΕΛΣΤΑΤ, οι καταναλωτές επιβαρύνονται σε ποσοστό +135,7% από τις αυξήσεις στο φυσικό αέριο, +34,1% στο πετρέλαιο θέρμανσης, +21,7% στα καύσιμα και +37,8% στο ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ, την ίδια ώρα, παρουσιάζονται αναντιστοιχίες ανάμεσα στην αύξηση των τιμών της χονδρικής (29%) και της λιανικής (33%) τον μήνα Νοέμβρη 2021, δείχνοντας ξεκάθαρα την κερδοσκοπία που επιδρά αρνητικά στην τσέπη του καταναλωτή. Το αόρατο χέρι λοιπόν, μάλλον αγνοείται (πάλι).

► Μύθος νούμερο 2: Η αύξηση των μισθών προκαλεί πληθωρισμό

Το γνωστό για τις μαρξιστικές του αντιλήψεις, «Βήμα της Κυριακής», παραθέτει σε ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ, τις 7 αιτίες του πληθωρισμού, βασιζόμενο σε αφιέρωμα του BBC. Γράφει λοιπόν, ο κ. Καψύλης, αναδεικνύοντας πως πραγματικά συνδέεται η αύξηση των μισθών με τον πληθωρισμό: «Προφανώς δεν είναι το μπόνους χιλιάρικο που θα πάρει ο φορτοεκφορτωτής της Amazon, εκείνο που θα ανεβάσει τις τιμές στα ράφια. Είναι το μαύρο χρήμα που συσσωρεύουν όσοι μπορούν να το συσσωρεύσουν». Παράλληλα, το BBC, υπογραμμίζει ότι, «η αύξηση των μισθών, οδηγεί σε ‘έξτρα’ κόστη για τους εργοδότες, οι οποίοι θα τα μετακυλήσουν στους καταναλωτές». Άρα, εύλογα αναρωτιέται κανείς: Είναι η αύξηση των μισθών καθαυτή που προκαλεί πληθωρισμό ή μήπως η ευθύνη συσχετίζεται με εργοδοτικές πρακτικές και την κυβερνητική ανικανότητα/απροθυμία να ελέγξει τις ροές μαύρου χρήματος και να ρυθμίσει τα πλαίσια κερδών; Το αόρατο χέρι της αγοράς, κάπου αγνοείται ξανά. Βέβαια, είναι αφελές να υποθέσουμε πως η αύξηση μισθών δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με τον πληθωρισμό. Σχετίζεται όμως, υπό προϋποθέσεις και εντός του πλαισίου λανθασμένων ή ημιτελών κυβερνητικών οικονομικών πολιτικών. Αλλά καλύτερα, ας το εξετάσουμε αυτό, στον ημι-μύθο νούμερο 3.

►(Ημι)-Μύθος νούμερο 3: Η αύξηση των μισθών από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου καθαυτή, κατέστρεψε τα δημόσια οικονομικά της χώρας 

Το ζήτημα εδώ είναι πολύ πιο σύνθετο. Όμως, το παρόν άρθρο επιθυμεί να εξετάσει μια μόνο συγκεκριμένη πτυχή του (καθότι θα ήταν επιστημονικά αναιδές, μέσα σε τόσο μικρό χώρο, να αποπειραθεί ο οποιοδήποτε μη ειδικός, κάτι περαιτέρω). Ας δούμε λοιπόν, τι ειπώθηκε την περασμένη εβδομάδα, στην εκπομπή «Καταστροφές και Θρίαμβοι» του Στάθη Καλύβα, από τον Χρυσάφη Ιορδάνογλου, καθηγητή οικονομικών στο Πάντειο και γνώστη της μεταπολεμικής οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας: 

«Από οικονομική άποψη, οι αυξήσεις των μισθών ήταν καταστροφικές, από την στιγμή που η παραγωγικότητα της εργασίας δεν αυξάνεται καθόλου, οι αυξήσεις των μισθών είναι αυξήσεις του κόστους παραγωγής». 

«Καταστρέφοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», συμπληρώνει ο παρουσιαστής, για να συνεχίσει ο κ. Ιορδάνογλου: «Άρα, είσαι πολύ ακριβός για να ανταγωνιστείς και στην εγχώρια αγορά και στη διεθνή. Η βελτίωση του εισοδήματος, θα οδηγηθεί προς την αύξηση της αγοράς καταναλωτικών αγαθών, τα οποία η χώρα δεν παράγει, ούτε μπορεί να παράγει». 

«Η πολιτική μισθών των ετών 1982, 1984-85 και 1988-90 οδήγησε σε αυξήσεις μισθών μεγαλύτερων από την άνοδο της παραγωγικότητας. Οι επιπτώσεις ήταν: απώλεια ανταγωνιστικότητας, επιδείνωση και -τελικά- κρίση του εξωτερικού ισοζυγίου, συμπίεση κερδών και μείωση των επενδύσεων (ειδικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80)», αναφέρει ο ίδιος καθηγητής σε άρθρο του στο News247. Άρα, οι αυξήσεις των μισθών, όταν δε συνοδεύονται από αυξημένη παραγωγικότητα και επενδύσεις, και όταν συνοδεύονται από μια λογική «καταναλωτικού ηδονισμού» στο τι και πόσα εισάγουμε (από την οποία πάσχουν οι ΗΠΑ έως και σήμερα), προφανώς, είναι καταστροφικές (πάντα στα πλαίσια της εξαιρετικά εύθραυστης ελεύθερης αγοράς). Όταν όμως εξετάζονται καθαυτές, είναι εξαιρετικά απλοϊκό και ανορθολογικό, να υποστηρίξει κανείς ότι προκαλούν «καταστροφή». Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ, δύο σημαντικά στοιχεία:

Πρώτον, παραθέτω απόσπασμα ενός άρθρου του Γ. Δελαστίκ στο ΕΘΝΟΣ, που καταδεικνύει με ακρίβεια και στοιχεία, ποιος, πότε και πως αυξήθηκε το δημόσιο χρέος της χώρας: 

«Το 1975, την πρώτη χρονιά μετά την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών που η εξουσία ασκήθηκε σε όλη τη διάρκεια του έτους από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στο 24,7% του ΑΕΠ. Το 1981, η ΝΔ παρέδωσε το χρέος στο 34,5% στον Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1988, τελευταία ολόκληρη χρονιά που ο Ανδρέας άσκησε την εξουσία, το δημόσιο χρέος ήταν πάνω από 30 ολόκληρες εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο – είχε φτάσει στο 66,8% του ΑΕΠ. Το 1989, μια ταραγμένη χρονιά που την εξουσία μοιράστηκαν… τρεις (!) κυβερνήσεις -Α. Παπανδρέου, Τζανετάκη και Ζολώτα- το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ελάχιστα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το παρέλαβε στο ύψος του 69,9% του ΑΕΠ. Το απογείωσε κυριολεκτικά καθώς το 1993 το παρέδωσε πάνω από… 40 (!) εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο – για την ακρίβεια στο 111,6% του ΑΕΠ. Μόνο μέσα στο 1993 το χρέος εκτοξεύθηκε πάνω από 20 εκατοστιαίες μονάδες – από το 89% στο προαναφερθέν 111,6%! Ολέθρια αύξηση, αλλά οφειλόμενη και στα τεράστια ελλείμματα των χρόνων της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Ξεκίνησε κατευθείν το 1990 με… ρεκόρ μεταπολίτευσης: 16,1% του ΑΕΠ! Συνέχισε με ανάλογο ρυθμό: 11,5% του ΑΕΠ το 1991 και 12,8% το 1992, για να κλείσει με έλλειμμα 13,8% του ΑΕΠ το 1993 (Η ελληνική οικονομία 1961-1997, Μελέτη Ι. Σηδηρόπουλου, υπουργείο Εθνικής Οικονομίας)». Συνοψίζοντας λοιπόν, ο Κ. Μητσοτάκης, ο «νοικοκύρης» του ελληνικού χρέους, μέσα σε 4 χρόνια, αύξησε το δημόσιο χρέος κατά 42% (πάνω από 10% μέση ετήσια αύξηση), την ώρα που το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου, πράγματι διπλασίασε το χρέος που παρέλαβε, όμως α) μέσα σε οκτώ χρόνια (ετήσια αύξηση περίπου 4%), β) δημιουργώντας ζωτικής σημασίας δημόσιες δομές, όπως το ΕΣΥ («εκμαυλίζοντας» βέβαια, τα ελληνικό δημόσιο).

Η αύξηση του δημοσίου χρέους, επί Ανδρέα Παπανδρέου, συνέβη σε μια χρονική συγκυρία (η οποία είχε ήδη αρχίσει λίγα χρόνια πριν την πρώτη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), που ολόκληρη η υφήλιος (ακόμη και σοσιαλιστικές χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία), βρέθηκαν αντιμέτωπες με βουνά δημοσίου χρέους, κάτι που είναι λογικό, εάν συνυπολογιστούν παράμετροι όπως η κατάργηση του Bretton Woods και οι μακρές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί δικαιολογία, αλλά επισήμανση.

► Μύθος νούμερο 4: Το οικονομικό θαύμα της Χούντας

Επανερχόμαστε στη σειρά ντοκιμαντέρ του Στάθη Καλύβα, η οποία καταδεικνύει το προφανές: Ότι, η Χούντα των Συνταγματαρχών, δεν προέβη σε κανενός είδους οικονομικό θαύμα. Αντιθέτως, η Χούντα, κληρονόμησε μια φρενήρη οικονομική ανάπτυξη, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50 και συγκαταλεγόταν στις μεγαλύτερες οικονομικές αναπτύξεις παγκοσμίως, βασιζόμενη, όπως και σε πολλές ακόμη χώρες της Δύσης, αρχικά σε αμερικανικά κεφάλαια, και εν συνεχεία (και κυρίως) σε εξαιρετικά κρίσιμες δημόσιες επενδύσεις, σε τομείς όπως ο τουρισμός και βιομηχανίες εθνικής σημασίας, όπως ο ηλεκτρισμός, η ζάχαρη και τα λιπάσματα.

Η Χούντα, στην οποία «άρεσε η εξουσία», όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς, χρησιμοποίησε την εν λόγω ανάπτυξη για να κάνει τα δικά της ρουσφέτια, αφήνοντας εντελώς ανενόχλητους τους ολιγάρχες της εποχής και χτίζοντας το δικό της πελατειακό κράτος. 

«Η οικονομική πολιτική της δικτατορίας ήταν πολιτική οικονομικής μεγεθύνσεως και όχι οικονομικής αναπτύξεως», είχε δηλώσει ο Ξενοφών Ζολώτας, δίνοντας την καταλληλότερη απάντηση σε διάφορους νοσταλγούς του απάνθρωπου καθεστώτος βασανιστηρίων της Χούντας, με την εξαιρετικά διορατική εξωτερική πολιτική.

Ανακεφαλαιώνοντας, οι τέσσερις παραπάνω ισχυρισμοί, δε διέπονται από κάποιο συνδετικό κρίκο. Όμως, είναι ενδεικτικοί, του πόσο επικίνδυνες μπορεί να αποβούν διάφορες ειδήσεις από Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που λειτουργούν παράλληλα και ως «αφορισμοί», δίχως να δείχνουν τόσο περίπλοκα ζητήματα, όπως η οικονομική ανάπτυξη, στην ολότητα τους. Ας μην ξεχνάμε ότι, ο πολυβραβευμένος πολιτικός επιστήμονας, Murray Edelman, το 1993, στο άρθρο του “Contestable categories and public opinion”, έγραφε πώς «ο κοινωνικός κόσμος είναι ένα ‘καλειδοσκόπιο’ πιθανών πραγματικοτήτων και η καθεμία από αυτές, μπορεί να προκύψει μέσα από την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται». Όταν λοιπόν μια «κοινωνική πραγματικότητα» παρουσιάζεται ξανά και ξανά από τα ΜΜΕ, ο εγκέφαλος μας «βολεύεται» σε αυτήν και τείνει να τη θεωρεί «πραγματική πραγματικότητα». Δεν είναι όμως.

Βάγγος Θεοδώρου

Σχόλια