Περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο του Τζόρτζ Φλόιντ, το σώμα ενόρκων δικαστηρίου της Μιννεάπολης, έκρινε ένοχο τον Ντέρεκ Σόβιν και για τις 3 κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε. Μάλιστα, οι ένορκοι χρειάστηκαν περίπου 10 ώρες προκειμένου να βγάλουν την ετυμηγορία.
Ο λευκός πρώην αστυνομικός κρίθηκε ένοχος για δολοφονία δεύτερου βαθμού (επίθεση με πρόθεση αλλά χωρίς να έχει σκοπό να σκοτώσει), δολοφονία τρίτου βαθμού (προχώρησε σε μια πράξη εξαιρετικά επικίνδυνη για το άλλο άτομο, δίχως να σέβεται την ανθρώπινη ζωή), και για ανθρωποκτονία δευτέρου βαθμού (δηλαδή εξ αμελείας).
Με την ανακοίνωση της απόφασης, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο ξέσπασε σε πανηγυρισμούς, όπως ακριβώς είχε γίνει και στην περίπτωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, στις 7 Οκτωβρίου στην Αθήνα.
Ήταν σημαντικό να καταδικαστεί ο συγκεκριμένος πρώην αστυνομικός, σε μια χώρα όπου οι μαύροι είναι 2μιση φορές πιθανότερο σε σχέση με τους λευκούς να δολοφονηθούν από την αστυνομία. Γενικά, συγκριτικά και με άλλες πλούσιες χώρες, η Αμερική κατέχει με διαφορά την πρώτη θέση στις δολοφονίες από αστυνομικούς, με σχεδόν 40 δολοφονίες ανά 10 εκατομμύρια κατοίκους. Ακολουθεί ο Καναδάς, με σχεδόν 10 (ανά 10 εκατομμύρια). Σύμφωνα με το Statista, από το 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2021, μεταξύ του πληθυσμού των μαύρων, σημειώθηκαν 35 δολοφονίες ανά 1 εκατομμύριο του πληθυσμού, ενώ για τους Ισπανόφωνους ο αριθμός πέφτει στις 25 (για τους λευκούς είναι 14 ανά 1 εκατομμύριο). Το mappingviolence επίσης, σημειώνει πως, είναι 3 φορές πιθανότερο για ένα μαύρο να σκοτωθεί από την αστυνομία σε σχέση με έναν λευκό (ανά 1 εκ. κατοίκους). Πρέπει να πούμε επίσης, πως η αστυνομική βία είναι η 6η πιο πιθανή αιτία θανάτου για τους νεαρούς μαύρους άνδρες. Αν εξετάσουμε και ειδικά την Μιννεάπολη, όπου έγινε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, θα δούμε πως τα στοιχεία δείχνουν μεγαλύτερη χρήση βίας απέναντι σε μαύρα άτομα, απ’ ότι στους υπόλοιπους.
Πρόκειται λοιπόν για μια νίκη της δικαιοσύνης και ένα είδος ανακούφισης, ειδικά για τους μαύρους της Αμερικής. Είναι σχεδόν σίγουρο πως, στην περίπτωση που ο Ντέρεκ Σόβιν κρινόταν αθώος, θα ξεσπούσαν επεισόδια. Με δεδομένη και την ύπαρξη διαφόρων βίντεο από το συμβάν, θα ήταν σχεδόν αδύνατο η κοινότητα να δεχθεί την αθώωση του πρώην αστυνομικού.
Ωστόσο, σημαίνει η δίκη πολλά παραπάνω, πέρα από την τιμωρία ενός ανθρώπου που παρανόμησε; Σίγουρα, πρόκειται για μια υπόθεση ασυνήθιστη. Το δείχνει άλλωστε και ο –λίγος- χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ του γεγονότος και της καταδίκης. Επίσης, πρόκειται για μια δολοφονία που συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας, έξω από ένα μίνι μάρκετ, με κόσμο να περνά και να βγάζει βίντεο, πράγμα που αποδείχθηκε σωτήριο, όχι για τον Φλόιντ, αλλά για την τελική απόφαση. Να θυμίσουμε πως η αστυνομία έφτασε στο σημείο έπειτα από κλήση που έλαβε από τον υπάλληλο του καταστήματος, ο οποίος είχε την υποψία πως ο Τζόρτζ Φλόιντ είχε πληρώσει με πλαστό χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων.
Οι σκηνές που ακολούθησαν, όπως φαίνονται και στα βίντεο που δημοσιεύθηκαν, με την αξιοπρόσεκτη έρευνα των New York Times να δίνει φως σε όλα τα σημεία, είναι σοκαριστικές. Παρακολουθούμε τον θάνατο ενός ανθρώπου από ασφυξία, ο λαιμός του οποίου πιέζεται επί περίπου ένα 10λεπτο, και ο οποίος αναφωνεί πάνω από 10 φορές «δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Η κριτική που ασκήθηκε στους αστυνομικούς πήρε τεράστια έκταση, με την κινητοποίηση του κινήματος Black Lives Matter να αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία των ΗΠΑ. Μάλιστα, ακόμη και πολλοί αστυνομικοί και εκπρόσωποι της αστυνομίας καταδίκασαν τον τρόπο που χειρίστηκαν την κατάσταση οι συγκεκριμένοι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης, λέγοντας πως ο τρόπος αυτός δεν είναι μέρος της εκπαίδευσής τους, αλλά ούτε και των αξιών τους.
Δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Λίγες φορές θα απαγγελθούν κατηγορίες στους αστυνομικούς, και ακόμη λιγότερες υποθέσεις θα φτάσουν στο δικαστήριο. Όπως είναι φυσικό, η καταδίκη είναι σπάνια.
Επιπλέον, υπάρχει και το «επιχείρημα» που τονίζει πως τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της αστυνομίας, καθώς έτσι αυτή δεν θα ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει βία.
Ο Ibram X. Kendi, υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, του Κέντρου Αντιρατσιστικής Έρευνας του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, επισημαίνει πως «η συμμόρφωση δεν θα με σώσει». Τις ημέρες αυτές, είδαμε δύο ακόμη δολοφονίες από αστυνομικούς. Αυτή του 20χρονου Daunte Wright, έπειτα από έλεγχο στο αμάξι του, για παραβίαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας αρχικά, όπου στη συνέχεια οι αστυνομικοί είδαν πως εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης, κατά την οποία, όπως φαίνεται σε βίντεο, μια αστυνομικός τον πυροβολεί από κοντινή απόσταση όταν εκείνος προσπάθησε να φύγει, με την αστυνομία να δηλώνει πως πρόκειται για λάθος, αφού ήθελε να χρησιμοποιήσει το τέιζερ. Ακόμη, αυτή του Adam Toledo, 13χρονου, ο οποίος φαίνεται σε βίντεο να έχει συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των αστυνομικών, με τα χέρια ψηλά. Παρόλα αυτά, τον πυροβόλησαν.
Ο Ibram X. Kendi λοιπόν, επισημαίνει πως «αν δεν συμμορφωθούμε, πεθαίνουμε όπως ο Daunte Wright. Αν συμμορφωθούμε, πεθαίνουμε όπως ο Adam Toledo». Αυτή η ανάγκη για συμμόρφωση, αποτελεί κατά μια έννοια μια άλλη έκφραση της επιθυμίας των αφεντών να δέχονται την υπακοή των σκλάβων. «Στους σκλάβους έλεγαν τακτικά να θυμούνται και να υπακούν τους “καλούς” αφέντες. Τώρα, στους ανθρώπους που δέχονται την αστυνομική βία, λένε μονίμως να θυμούνται και να υπακούν τους καλούς αστυνομικούς».
Όσο για τα «μεμονωμένα περιστατικά» και τους λίγους κακούς αστυνομικούς, αναφέρει πως το θέμα δεν είναι η ύπαρξη καλών-κακών αστυνομικών, αλλά μια σειρά από ερωτήσεις: Τι είναι αυτό που οι αστυνομικοί ενθαρρύνονται να μου κάνουν, μέσα από τις πολιτικές και τις πρακτικές; Γιατί τους παρέχεται στρατιωτική εκπαίδευση, οπλισμός και σχεδόν ολοκληρωτική ατιμωρησία; Τους έχουν εκπαιδεύσει οι ρατσιστικές ρητορικές να φοβούνται το μαύρο σώμα μου; Οι ερωτήσεις που πρέπει να γίνουν δεν έχουν ατομικό, αλλά θεσμικό χαρακτήρα.
Υπάρχει κάποια προφανής λύση; Ο Conor Friedersdorf, διατυπώνει στο The Atlantic μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Δεδομένου πως η απάντηση των αρχών στις περιπτώσεις υπέρμετρης ή και θανάσιμης αστυνομικής βίας κινείται αποκλειστικά με γνώμονα να διερευνήσει μέσα σε νομικά πλαίσια τί έγινε, αν για παράδειγμα νομιμοποιείται η εκάστοτε συμπεριφορά των αστυνομικών, προτείνει να υιοθετηθεί κατά κάποιο τρόπο η τακτική έρευνας των αεροπορικών ατυχημάτων.
Όταν συμβαίνει ένα αεροπορικό ατύχημα, μια ομάδα ειδικών αναλαμβάνει να διερευνήσει τί ακριβώς έγινε. Αυτό δε συμβαίνει αποκλειστικά για να τιμωρηθεί ο υπεύθυνος, αλλά για να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Γι’ αυτό άλλωστε τα ατυχήματα μειώνονται. Διότι οι ειδικοί μαθαίνουν από προηγούμενα λάθη.
Αν λοιπόν κάθε δολοφονία από αστυνομικό ελεγχόταν με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν εξαχθεί χρήσιμα συμπεράσματα. Μια δολοφονία άλλωστε, προκύπτει τόσο από ανθρώπινες όσο και από συστημικές αιτίες, σύμφωνα με την καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια Barbara E. Armacost.
Με τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων λοιπόν, θα ήταν δυνατό να βγαίνουν χρήσιμα συμπεράσματα από διάφορα περιστατικά, ανεξάρτητα από το που συνέβησαν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν όλες οι υποθέσεις εξετάζονται σαν μοναδικές. Επίσης, το παρόν μοντέλο, αγνοεί το γεγονός πως, μπορεί πολλές πρακτικές της αστυνομίας να είναι νόμιμες, ωστόσο καταδικάζονται χωρίς δεύτερη σκέψη από μια κοινωνική σκοπιά.
Ένας ακόμη προβληματισμός, είναι η απουσία της έκφρασης της επιθυμίας να απαγορευτούν συγκεκριμένες πρακτικές της αστυνομίας. Για παράδειγμα, όλοι/όλες καταδίκασαν τον Ντέρεκ Σόβιν. Πόσοι/πόσες όμως υποστήριξαν πως η αστυνομία δεν πρέπει να χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο τρόπο ακινητοποίησης (τοποθετώντας το πόδι στο λαιμό);
Γι’ αυτό, πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προετοιμασμένοι και να μην απορρίπτουμε απόψεις, όσο ακραίες κι αν φαίνονται, όπως του Adam Sewer, ο οποίος υποστηρίζει πως θα υπάρξουν και άλλοι σαν τον Ντέρεκ Σόβιν, γιατί «η καταδίκη του δεν αλλάζει τίποτα για το σύστημα». Η σιωπή των συναδέλφων, οι περίπλοκες προστασίες από νομικές θεωρίες και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως και η διακριτική αναμονή πως το να βλάψεις συγκεκριμένους ανθρώπους είναι μέρος της δουλειάς το οποίο είναι αποδεκτό, είναι πράγματα που, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν θα πάψουν.
Όπως επισημαίνει στο FiveThirtyEight η καθηγήτρια Rachel Harmon, «η δίωξη του εγκληματία δεν αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο αλλαγής της αστυνόμευσης. Είναι κάτι μοναδικό, ενώ τα περισσότερα προβλήματα είναι θεσμικά». Επομένως, η καταδίκη ενός, δεν θα λύσει τα προβλήματα πολλών.
Άλλωστε, στοιχεία που δημοσίευσε στο twitter ο Samuel Sinyangwe, ακτιβιστής πολιτικών δικαιωμάτων και πολιτικός αναλυτής, δείχνουν το εξής : έπειτα από την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις 25 Μαΐου, και τις αντιδράσεις που ξέσπασαν, τα περιστατικά αστυνομικής βίας μειώθηκαν για λίγες εβδομάδες, για να επιστρέψουν στη συνέχεια στα επίπεδα που ήταν πριν. Στην ουσία δηλαδή, τίποτα δεν άλλαξε.
Με δεδομένα τα παραπάνω, ο David A. Graham γράφει στο The Atlantic πως η ενοχή του Σοβίν είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Όπως αναφέρει, πρόκειται για μια σημαντική περίπτωση ανάληψης ευθύνης, ωστόσο συνήθως οι αρχηγοί της αστυνομίας δεν νιώθουν την ανάγκη να «δώσουν το καλό παράδειγμα», αλλά ούτε και να καταθέσουν τόσο ωμά σε ένα δικαστήριο. Επίσης, δεν υπάρχει πάντα βίντεο, το οποίο να φανερώνει τόσο καθαρά το τί έγινε. «Αν όλα αυτά είναι απαραίτητα για να καταδικαστεί ένας πρώην αστυνομικός, οι καταδίκες θα παραμείνουν σπάνιες, και η μεταρρύθμιση θα πρέπει να γίνει έξω από τα δικαστήρια».
Ο λευκός πρώην αστυνομικός κρίθηκε ένοχος για δολοφονία δεύτερου βαθμού (επίθεση με πρόθεση αλλά χωρίς να έχει σκοπό να σκοτώσει), δολοφονία τρίτου βαθμού (προχώρησε σε μια πράξη εξαιρετικά επικίνδυνη για το άλλο άτομο, δίχως να σέβεται την ανθρώπινη ζωή), και για ανθρωποκτονία δευτέρου βαθμού (δηλαδή εξ αμελείας).
Με την ανακοίνωση της απόφασης, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο ξέσπασε σε πανηγυρισμούς, όπως ακριβώς είχε γίνει και στην περίπτωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, στις 7 Οκτωβρίου στην Αθήνα.
Ήταν σημαντικό να καταδικαστεί ο συγκεκριμένος πρώην αστυνομικός, σε μια χώρα όπου οι μαύροι είναι 2μιση φορές πιθανότερο σε σχέση με τους λευκούς να δολοφονηθούν από την αστυνομία. Γενικά, συγκριτικά και με άλλες πλούσιες χώρες, η Αμερική κατέχει με διαφορά την πρώτη θέση στις δολοφονίες από αστυνομικούς, με σχεδόν 40 δολοφονίες ανά 10 εκατομμύρια κατοίκους. Ακολουθεί ο Καναδάς, με σχεδόν 10 (ανά 10 εκατομμύρια). Σύμφωνα με το Statista, από το 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2021, μεταξύ του πληθυσμού των μαύρων, σημειώθηκαν 35 δολοφονίες ανά 1 εκατομμύριο του πληθυσμού, ενώ για τους Ισπανόφωνους ο αριθμός πέφτει στις 25 (για τους λευκούς είναι 14 ανά 1 εκατομμύριο). Το mappingviolence επίσης, σημειώνει πως, είναι 3 φορές πιθανότερο για ένα μαύρο να σκοτωθεί από την αστυνομία σε σχέση με έναν λευκό (ανά 1 εκ. κατοίκους). Πρέπει να πούμε επίσης, πως η αστυνομική βία είναι η 6η πιο πιθανή αιτία θανάτου για τους νεαρούς μαύρους άνδρες. Αν εξετάσουμε και ειδικά την Μιννεάπολη, όπου έγινε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, θα δούμε πως τα στοιχεία δείχνουν μεγαλύτερη χρήση βίας απέναντι σε μαύρα άτομα, απ’ ότι στους υπόλοιπους.
Πρόκειται λοιπόν για μια νίκη της δικαιοσύνης και ένα είδος ανακούφισης, ειδικά για τους μαύρους της Αμερικής. Είναι σχεδόν σίγουρο πως, στην περίπτωση που ο Ντέρεκ Σόβιν κρινόταν αθώος, θα ξεσπούσαν επεισόδια. Με δεδομένη και την ύπαρξη διαφόρων βίντεο από το συμβάν, θα ήταν σχεδόν αδύνατο η κοινότητα να δεχθεί την αθώωση του πρώην αστυνομικού.
Ωστόσο, σημαίνει η δίκη πολλά παραπάνω, πέρα από την τιμωρία ενός ανθρώπου που παρανόμησε; Σίγουρα, πρόκειται για μια υπόθεση ασυνήθιστη. Το δείχνει άλλωστε και ο –λίγος- χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ του γεγονότος και της καταδίκης. Επίσης, πρόκειται για μια δολοφονία που συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας, έξω από ένα μίνι μάρκετ, με κόσμο να περνά και να βγάζει βίντεο, πράγμα που αποδείχθηκε σωτήριο, όχι για τον Φλόιντ, αλλά για την τελική απόφαση. Να θυμίσουμε πως η αστυνομία έφτασε στο σημείο έπειτα από κλήση που έλαβε από τον υπάλληλο του καταστήματος, ο οποίος είχε την υποψία πως ο Τζόρτζ Φλόιντ είχε πληρώσει με πλαστό χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων.
Οι σκηνές που ακολούθησαν, όπως φαίνονται και στα βίντεο που δημοσιεύθηκαν, με την αξιοπρόσεκτη έρευνα των New York Times να δίνει φως σε όλα τα σημεία, είναι σοκαριστικές. Παρακολουθούμε τον θάνατο ενός ανθρώπου από ασφυξία, ο λαιμός του οποίου πιέζεται επί περίπου ένα 10λεπτο, και ο οποίος αναφωνεί πάνω από 10 φορές «δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Η κριτική που ασκήθηκε στους αστυνομικούς πήρε τεράστια έκταση, με την κινητοποίηση του κινήματος Black Lives Matter να αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία των ΗΠΑ. Μάλιστα, ακόμη και πολλοί αστυνομικοί και εκπρόσωποι της αστυνομίας καταδίκασαν τον τρόπο που χειρίστηκαν την κατάσταση οι συγκεκριμένοι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης, λέγοντας πως ο τρόπος αυτός δεν είναι μέρος της εκπαίδευσής τους, αλλά ούτε και των αξιών τους.
Δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Λίγες φορές θα απαγγελθούν κατηγορίες στους αστυνομικούς, και ακόμη λιγότερες υποθέσεις θα φτάσουν στο δικαστήριο. Όπως είναι φυσικό, η καταδίκη είναι σπάνια.
Επιπλέον, υπάρχει και το «επιχείρημα» που τονίζει πως τα άτομα πρέπει να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της αστυνομίας, καθώς έτσι αυτή δεν θα ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει βία.
Ο Ibram X. Kendi, υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, του Κέντρου Αντιρατσιστικής Έρευνας του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, επισημαίνει πως «η συμμόρφωση δεν θα με σώσει». Τις ημέρες αυτές, είδαμε δύο ακόμη δολοφονίες από αστυνομικούς. Αυτή του 20χρονου Daunte Wright, έπειτα από έλεγχο στο αμάξι του, για παραβίαση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας αρχικά, όπου στη συνέχεια οι αστυνομικοί είδαν πως εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης, κατά την οποία, όπως φαίνεται σε βίντεο, μια αστυνομικός τον πυροβολεί από κοντινή απόσταση όταν εκείνος προσπάθησε να φύγει, με την αστυνομία να δηλώνει πως πρόκειται για λάθος, αφού ήθελε να χρησιμοποιήσει το τέιζερ. Ακόμη, αυτή του Adam Toledo, 13χρονου, ο οποίος φαίνεται σε βίντεο να έχει συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των αστυνομικών, με τα χέρια ψηλά. Παρόλα αυτά, τον πυροβόλησαν.
Ο Ibram X. Kendi λοιπόν, επισημαίνει πως «αν δεν συμμορφωθούμε, πεθαίνουμε όπως ο Daunte Wright. Αν συμμορφωθούμε, πεθαίνουμε όπως ο Adam Toledo». Αυτή η ανάγκη για συμμόρφωση, αποτελεί κατά μια έννοια μια άλλη έκφραση της επιθυμίας των αφεντών να δέχονται την υπακοή των σκλάβων. «Στους σκλάβους έλεγαν τακτικά να θυμούνται και να υπακούν τους “καλούς” αφέντες. Τώρα, στους ανθρώπους που δέχονται την αστυνομική βία, λένε μονίμως να θυμούνται και να υπακούν τους καλούς αστυνομικούς».
Όσο για τα «μεμονωμένα περιστατικά» και τους λίγους κακούς αστυνομικούς, αναφέρει πως το θέμα δεν είναι η ύπαρξη καλών-κακών αστυνομικών, αλλά μια σειρά από ερωτήσεις: Τι είναι αυτό που οι αστυνομικοί ενθαρρύνονται να μου κάνουν, μέσα από τις πολιτικές και τις πρακτικές; Γιατί τους παρέχεται στρατιωτική εκπαίδευση, οπλισμός και σχεδόν ολοκληρωτική ατιμωρησία; Τους έχουν εκπαιδεύσει οι ρατσιστικές ρητορικές να φοβούνται το μαύρο σώμα μου; Οι ερωτήσεις που πρέπει να γίνουν δεν έχουν ατομικό, αλλά θεσμικό χαρακτήρα.
Υπάρχει κάποια προφανής λύση; Ο Conor Friedersdorf, διατυπώνει στο The Atlantic μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Δεδομένου πως η απάντηση των αρχών στις περιπτώσεις υπέρμετρης ή και θανάσιμης αστυνομικής βίας κινείται αποκλειστικά με γνώμονα να διερευνήσει μέσα σε νομικά πλαίσια τί έγινε, αν για παράδειγμα νομιμοποιείται η εκάστοτε συμπεριφορά των αστυνομικών, προτείνει να υιοθετηθεί κατά κάποιο τρόπο η τακτική έρευνας των αεροπορικών ατυχημάτων.
Όταν συμβαίνει ένα αεροπορικό ατύχημα, μια ομάδα ειδικών αναλαμβάνει να διερευνήσει τί ακριβώς έγινε. Αυτό δε συμβαίνει αποκλειστικά για να τιμωρηθεί ο υπεύθυνος, αλλά για να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Γι’ αυτό άλλωστε τα ατυχήματα μειώνονται. Διότι οι ειδικοί μαθαίνουν από προηγούμενα λάθη.
Αν λοιπόν κάθε δολοφονία από αστυνομικό ελεγχόταν με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν εξαχθεί χρήσιμα συμπεράσματα. Μια δολοφονία άλλωστε, προκύπτει τόσο από ανθρώπινες όσο και από συστημικές αιτίες, σύμφωνα με την καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια Barbara E. Armacost.
Με τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων λοιπόν, θα ήταν δυνατό να βγαίνουν χρήσιμα συμπεράσματα από διάφορα περιστατικά, ανεξάρτητα από το που συνέβησαν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν όλες οι υποθέσεις εξετάζονται σαν μοναδικές. Επίσης, το παρόν μοντέλο, αγνοεί το γεγονός πως, μπορεί πολλές πρακτικές της αστυνομίας να είναι νόμιμες, ωστόσο καταδικάζονται χωρίς δεύτερη σκέψη από μια κοινωνική σκοπιά.
Ένας ακόμη προβληματισμός, είναι η απουσία της έκφρασης της επιθυμίας να απαγορευτούν συγκεκριμένες πρακτικές της αστυνομίας. Για παράδειγμα, όλοι/όλες καταδίκασαν τον Ντέρεκ Σόβιν. Πόσοι/πόσες όμως υποστήριξαν πως η αστυνομία δεν πρέπει να χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο τρόπο ακινητοποίησης (τοποθετώντας το πόδι στο λαιμό);
Γι’ αυτό, πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προετοιμασμένοι και να μην απορρίπτουμε απόψεις, όσο ακραίες κι αν φαίνονται, όπως του Adam Sewer, ο οποίος υποστηρίζει πως θα υπάρξουν και άλλοι σαν τον Ντέρεκ Σόβιν, γιατί «η καταδίκη του δεν αλλάζει τίποτα για το σύστημα». Η σιωπή των συναδέλφων, οι περίπλοκες προστασίες από νομικές θεωρίες και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως και η διακριτική αναμονή πως το να βλάψεις συγκεκριμένους ανθρώπους είναι μέρος της δουλειάς το οποίο είναι αποδεκτό, είναι πράγματα που, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν θα πάψουν.
Όπως επισημαίνει στο FiveThirtyEight η καθηγήτρια Rachel Harmon, «η δίωξη του εγκληματία δεν αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο αλλαγής της αστυνόμευσης. Είναι κάτι μοναδικό, ενώ τα περισσότερα προβλήματα είναι θεσμικά». Επομένως, η καταδίκη ενός, δεν θα λύσει τα προβλήματα πολλών.
Άλλωστε, στοιχεία που δημοσίευσε στο twitter ο Samuel Sinyangwe, ακτιβιστής πολιτικών δικαιωμάτων και πολιτικός αναλυτής, δείχνουν το εξής : έπειτα από την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις 25 Μαΐου, και τις αντιδράσεις που ξέσπασαν, τα περιστατικά αστυνομικής βίας μειώθηκαν για λίγες εβδομάδες, για να επιστρέψουν στη συνέχεια στα επίπεδα που ήταν πριν. Στην ουσία δηλαδή, τίποτα δεν άλλαξε.
Με δεδομένα τα παραπάνω, ο David A. Graham γράφει στο The Atlantic πως η ενοχή του Σοβίν είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Όπως αναφέρει, πρόκειται για μια σημαντική περίπτωση ανάληψης ευθύνης, ωστόσο συνήθως οι αρχηγοί της αστυνομίας δεν νιώθουν την ανάγκη να «δώσουν το καλό παράδειγμα», αλλά ούτε και να καταθέσουν τόσο ωμά σε ένα δικαστήριο. Επίσης, δεν υπάρχει πάντα βίντεο, το οποίο να φανερώνει τόσο καθαρά το τί έγινε. «Αν όλα αυτά είναι απαραίτητα για να καταδικαστεί ένας πρώην αστυνομικός, οι καταδίκες θα παραμείνουν σπάνιες, και η μεταρρύθμιση θα πρέπει να γίνει έξω από τα δικαστήρια».
Γιάννης Τσεκούρας, TV Χωρίς Σύνορα 22/4
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου